Το μεσημέρι της 1ης Νοεμβρίου 1940, ο υπολοχαγός, διοικητής του Β' Λόχου του 4ου Συντάγματος Πεζικού, Αλέξανδρος Διάκος, έπεφτε ηρωικά μ...
Ο Αλέξανδρος Διάκος γεννήθηκε το 1911 στη Χάλκη των Δωδεκανήσων, αλλά καταγόταν από τη Μάνη. Μεγάλωσε την εποχή της ιταλικής κατοχής των Δωδεκανήσων, σε ένα κλίμα αντιστάσεως έναντι της απόπειρας ιταλοποιήσεως των νησιών. Η προσπάθεια αυτή ήρθε αντιμέτωπη με την αντίσταση του ορθόδοξου ελληνικού πληθυσμού. Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο, ορισμένες πηγές υποστηρίζουν ότι το 1925, στο «Βενετόκλειο» Γυμνάσιο της Ρόδου, στο οποίο φοιτούσε, ανήμερα του εορτασμού της Εθνικής εορτής της 25ης Μαρτίου, υπέστειλε την Ιταλική σημαία και στη θέση της τοποθέτησε την Ελληνική. Για την ενέργειά του αυτή είχε απειληθεί με φυλάκιση κι εξορία από τις Ιταλικές αρχές κατοχής. Ο Διάκος εγκατέλειψε τα Δωδεκάνησα σε ηλικία 18 ετών, το 1929, και ταξίδεψε στην Αθήνα, όπου ενεγράφη στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Αποφοίτησε το 1934 και κατετάγη στον ελληνικό στρατό. Ύστερα από επιτυχή εκπαίδευση ονομάσθηκε επίκουρος παρατηρητής της Αεροπορίας και του απονεμήθηκε ως διακριτικό η «πουλάδα», την οποία έφερε στη στολή του.
Η ελληνική νίκη στον ελληνοϊταλικό πόλεμο προκρίθηκε τις πρώτες ημέρες στην οροσειρά της Πίνδου, όπου η ταξιαρχία του συνταγματάρχη Κωνσταντίνου Δαβάκη, αποτελούμενη από 2.000 στρατιώτες, απέκρουσε την επίθεση 15.000 αλπινιστών της Μεραρχίας Τζούλια, κατά τη γνωστή σε όλους «Μάχη της Πίνδου». Ο Δαβάκης, ο οποίος ήταν αντίθετος με το καθεστώς Μεταξά, είχε ανακληθεί στο στρατό και διοριστεί διοικητής της ταξιαρχίας Πίνδου μόλις 2 μήνες πριν από την ιταλική εισβολή. Πήρε επείγοντα μέτρα για την προετοιμασία της άμυνας και το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, δεν ακολούθησε τη συμβουλή του αναπληρωτή υπουργού Πολέμου Ν. Παπαδήμα και συγκροτώντας επιπλέον διμοιρίες από υπαλλήλους, μάγειρες και ταχυδρόμους, διέταξε αντεπίθεση.
Στη Λυκορράχη, ο τραυματισμένος αντισυνταγματάρχης Μισίρης κράτησε την άμυνα. Ως αποτέλεσμα της άμυνάς του, οι Ιταλοί υποχώρησαν και οι Έλληνες πήραν 210 αλπινιστές αιχμαλώτους.
Ο υπολοχαγός Διάκος, ο οποίος είχε εθελοντικά προσφερθεί να αναλάβει την κατάληψη του απόκρυμνου υψώματος Τσούκα, έδωσε εντολή να επιτεθούν με «εφ' όπλου λόγχη» και κατέλαβαν το ύψωμα Τσούκα (γνωστό και ως ύψωμα του Προφήτη Ηλία). Οι ιταλικοί βομβαρδισμοί ανάγκασαν τον Διάκο να εγκαταλείψει το ύψωμα. Ο Διάκος ανασύνταξε τον λόχο του και φώναξε «όποιος έχει την καρδιά, ας με ακολουθήσει». Με την ελληνική πολεμική κραυγή «Αέρα!», «Αέρα!» ο λόχος ανακατέλαβε το ύψωμα. Ωστόσο, μια ετερόκλητη δύναμη Ιταλών ορειβατών ανάγκασε τον λόχο να εγκαταλείψει και πάλι την Τσούκα. Ο Διάκος και ο λόχος του αντεπιτέθηκαν και για τρίτη φορά κατέλαβαν το ύψωμα, αλλά αναγκάστηκαν και πάλι να το εγκαταλείψουν.
Ανασυγκροτώντας τους επιζώντες, ο Διάκος πραγματοποίησε τέταρτη επίθεση και ανέβηκε στην κορυφή, όπου σκοτώθηκε από ριπή πολυβόλου. Δύο ημέρες αργότερα, μετά την τελική κατάληψη του υψώματος, Έλληνες στρατιώτες βρήκαν το πτώμα του υπολοχαγού Διάκου, χωρίς κουμπιά στο χιτώνα του. Κάποιοι θεώρησαν ότι επρόκειτο για κακοποίηση του αξιωματικού, ενώ κατ' άλλους, σε αναγνώριση της ανδρείας, οι Ιταλοί είχαν πάρει τα κουμπιά ως ενθύμιο.
COMMENTS